-
1 καταγωγός
κατᾰγωγ-ός, όν,2 lowering, ψυχῆς, opp. ἀναγωγός, Iamb.Myst.3.25;τὸ κ. ἔθνος τῶν δαιμόνων Procl.in Alc.p.45
C.; debasing,παθήματα Iamb.VP32.228
, cf. Hierocl. in CA 24p.472M.3 = κατωφερής, Iamb.Myst.5.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγωγός
См. также в других словарях:
καταγωγός — καταγωγός, όν (Α) [κατάγω] 1. δελεαστικός, ελκυστικός («καταγωγόν Σειρήνων μέλος») 2. αυτός που χρησιμεύει ως καταφύγιο … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Μπούμη-Παπά, Ρίτα — (Σύρος 1906 – 1984). Παιδαγωγός και ποιήτρια, σύζυγος του ιστορικού της νεοελληνικής λογοτεχνίας Νίκου Παπά. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Ιταλία, όπου παράλληλα μελέτησε την ιταλική και τη γαλλική λογοτεχνία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ανέλαβε τη… … Dictionary of Greek